- πολυμελπής
- -ές, Ααυτός που τραγουδάει πολλά άσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μελπής (< μέλπω «τραγουδώ, ψάλλω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμελπής — much singing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμολπος — ον, Α πολυμελπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek